Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προδίνω το μυστικό

  • 1 секрет

    секрет м το μυστικό; держать в \секрете κρατώ μυστικό; выдать \секрет προδίνω το μυστικό
    * * *
    м
    το μυστικό

    держа́ть в секре́те — κρατώ μυστικό

    вы́дать секре́т — προδίνω το μυστικό

    Русско-греческий словарь > секрет

  • 2 тайна

    θ.
    μυστικό, απόρρητο, κρυφό•

    военная тайна στρατιωτικό μυστικό•

    хранить -у κρατώ το μυστικό•

    выдать -у προδίνω το μυστικό•

    раскрыть чужую -у αποκαλύπτω ξένο μυστικό•

    государственная тайна κρατικό μυστικό•

    знать чью -у ξέρω το μυστικό κάποιου•

    тайна успеха το μυστικό της επιτυχίας•

    -ы природы τα μυστικά της φύσης•

    не тайна δεν είναι μυστικό (είναι γνωστό).

    Большой русско-греческий словарь > тайна

  • 3 секрет

    α.
    1. μυστικό, κρυφό, απόρρητο•

    держать в -е κρατώ μυστικό•

    выдать секрет προδίνω (λέγω, βγάζω) το μυστικό.

    || κρυφή αιτία•

    знать секрет приготовления γνωρίζω το μυστικό κατασκευής•

    секрет изобретения το μυστικό της εφεύρεσης•

    ларец с -ом το κουτί της Πανδώρας•

    секрет успеха το μυστικό της επιτυχίας.

    2. μηχανισμός μυστικής λειτουργίας•

    замок с -ом κλείδωνιά με μυστικό.

    3. προχωρημένο καλυμμένο φυλάκιο.
    εκφρ.
    по -у ή под -ом – μυστικά, κρυφά, υπο εχεμύθεια.
    -а σ., έκκριμα αδένων.

    Большой русско-греческий словарь > секрет

  • 4 хранить

    -ню, -нишь
    ρ.δ.μ.
    1. φυλάγω, διαφυλάσσω• διατηρώ•

    он -ит все получаемые им письма αυτός φυλάγει όλα τα γράμματα που λαβαίνει•

    хранить деньги под замком φυλάγω τα χρήματα κλειδωμένα•

    хранить деньги в сберегательной кассе φυλάγω τα χρήματα στο ταμιευτήριο•

    -продукты в холодном месте διατηρώ τα τρόφιμα σε κρύο μέρος.

    || μτφ. κρατώ•

    хранить в памяти διατηρώ στη μνήμη•

    хранить в сердце, в душе κρατώ στην καρδιά, στην ψυχή.

    2. τηρώ•

    хранить законы τηρώ του νόμους•

    хранить клятву κρατώ τον όρκο.

    • διατηρώ, δε χάνω•

    она ещё -ит свою красоту αυτή ακόμα διατηρεί την ομορφιά της.

    3. προφυλάσσω. || δεν προδίνω•

    хранить тайну κρατώ το μυστικό.

    εκφρ.
    хранить в тайне – κρατώ μυστικά.
    1. φυλάγομαι, (δια)τηρούμαι• διαφυλάσσομαι.
    2. προφυλάσσομαι, προστατεύομαι.
    3. τηρούμαι, κρατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > хранить

  • 5 ябедничать

    ρ.δ.
    μαρτυρώ, προδίνω μυστικό.

    Большой русско-греческий словарь > ябедничать

См. также в других словарях:

  • μολογώ — μολόγησα 1. διηγούμαι, αναφέρω κάτι: Μολογούσε τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. 2. προδίνω μυστικό, καταδίνω, παραδέχομαι: Μολόγησε όλα τα σχέδια της οργάνωσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»