-
1 секрет
секрет м το μυστικό; держать в \секрете κρατώ μυστικό; выдать \секрет προδίνω το μυστικό* * *мτο μυστικόдержа́ть в секре́те — κρατώ μυστικό
вы́дать секре́т — προδίνω το μυστικό
-
2 тайна
-ы θ.μυστικό, απόρρητο, κρυφό•военная тайна στρατιωτικό μυστικό•
хранить -у κρατώ το μυστικό•
выдать -у προδίνω το μυστικό•
раскрыть чужую -у αποκαλύπτω ξένο μυστικό•
государственная тайна κρατικό μυστικό•
знать чью -у ξέρω το μυστικό κάποιου•
тайна успеха το μυστικό της επιτυχίας•
-ы природы τα μυστικά της φύσης•
не тайна δεν είναι μυστικό (είναι γνωστό).
-
3 секрет
секрет 1-а α.1. μυστικό, κρυφό, απόρρητο•держать в -е κρατώ μυστικό•
выдать секрет προδίνω (λέγω, βγάζω) το μυστικό.
|| κρυφή αιτία•знать секрет приготовления γνωρίζω το μυστικό κατασκευής•
секрет изобретения το μυστικό της εφεύρεσης•
ларец с -ом το κουτί της Πανδώρας•
секрет успеха το μυστικό της επιτυχίας.
2. μηχανισμός μυστικής λειτουργίας•замок с -ом κλείδωνιά με μυστικό.
3. προχωρημένο καλυμμένο φυλάκιο.εκφρ.по -у ή под -ом – μυστικά, κρυφά, υπο εχεμύθεια.секрет 2-а σ., έκκριμα αδένων. -
4 хранить
-ню, -нишьρ.δ.μ.1. φυλάγω, διαφυλάσσω• διατηρώ•он -ит все получаемые им письма αυτός φυλάγει όλα τα γράμματα που λαβαίνει•
хранить деньги под замком φυλάγω τα χρήματα κλειδωμένα•
хранить деньги в сберегательной кассе φυλάγω τα χρήματα στο ταμιευτήριο•
-продукты в холодном месте διατηρώ τα τρόφιμα σε κρύο μέρος.
|| μτφ. κρατώ•хранить в памяти διατηρώ στη μνήμη•
хранить в сердце, в душе κρατώ στην καρδιά, στην ψυχή.
2. τηρώ•хранить законы τηρώ του νόμους•
хранить клятву κρατώ τον όρκο.
• διατηρώ, δε χάνω•она ещё -ит свою красоту αυτή ακόμα διατηρεί την ομορφιά της.
3. προφυλάσσω. || δεν προδίνω•хранить тайну κρατώ το μυστικό.
εκφρ.хранить в тайне – κρατώ μυστικά.1. φυλάγομαι, (δια)τηρούμαι• διαφυλάσσομαι.2. προφυλάσσομαι, προστατεύομαι.3. τηρούμαι, κρατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
5 ябедничать
ρ.δ.μαρτυρώ, προδίνω μυστικό.
См. также в других словарях:
μολογώ — μολόγησα 1. διηγούμαι, αναφέρω κάτι: Μολογούσε τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. 2. προδίνω μυστικό, καταδίνω, παραδέχομαι: Μολόγησε όλα τα σχέδια της οργάνωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)